Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Λόγος στην εορτή της 28ης Οκτωβρίου



Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι μια από τις σημαντικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας.  Όχι μόνο επειδή σηματοδοτεί την έναρξη μιας πολεμικής  εποποιίας της Ελλάδας, ούτε μόνο επειδή εγκαινίασε μια εποχή που καθόρισε τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας για το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, αλλά και επειδή ο αγώνας της αυτός την ενέταξε στο πάνθεον της διεθνούς ιστορίας. Ήταν ένας αγώνας που προκάλεσε δέος στη διεθνή κοινότητα αλλά και για τον οποίο, ολόκληρη η Ευρώπη, της οφείλει μια τεράστια ανταπόδοση.

Και αυτό γιατί, όταν οι Έλληνες  απέκρουσαν την ιταλική επίθεση στο αλβανικό μέτωπο, ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός λαός που τολμούσε να αντισταθεί στο φασισμό. Έναν φασισμό που είχε σχεδόν κυριαρχήσει παντού, καταδικάζοντας  την Ευρώπη σε εξαφάνιση μέσω της βίας, της πείνας και του οικονομικού εξαναγκασμού. Τα δείγματα γραφής της τερατωδίας του φασισμού με το ολοκαύτωμα εκατομμυρίων Εβραίων είχαν κατατεθεί ήδη με τον πλέον αποκρουστικό τρόπο. Ακόμα και οι σύμμαχοί μας Βρετανοί, όταν εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση, πίστεψαν ότι ήταν θέμα μιας εβδομάδας να καταρρεύσει το ελληνικό μέτωπο και να αποσαρθρωθεί το όποιο ηθικό των Ελλήνων.
 
Ωστόσο, ο ελληνικός λαός διέψευσε τους πάντες. Μάλιστα οι πρώτες ελληνικές νίκες στην Αλβανία άφησαν τους πάντες άφωνους, ακόμα και τον ίδιο τον Χίτλερ, που δεν μπόρεσε να εξηγήσει σε τι διέφερε η Ελλάδα από μεγάλες χώρες, όπως η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, η Γαλλία, που έπεσαν αμαχητί στα γερμανικά στρατεύματα. Οι Βρετανοί που  αρνήθηκαν αρχικά  να στείλουν στρατεύματα και υλικές ενισχύσεις στην Ελλάδα, βλέποντας, τα Χριστούγεννα του 1940, τον ελληνικό στρατό να προελαύνει στην Αλβανία, εξέταζαν πια μέχρι και το ενδεχόμενο να μετατρέψουν το ελληνικό έδαφος και τον ελληνικό στρατό στο κύριο εφαλτήριο μιας ενδεχόμενης μελλοντικής συμμαχικής αντεπίθεσης εναντίον του Άξονα.

Εντελώς αντίθετα με τη στρατιωτική λογική, μέσα σε 15 μέρες από τη στιγμή που αντεπιτέθηκε ο ελληνικός στρατός, το Νοέμβριο του 1940, είχε απωθήσει πλήρως τους Ιταλούς και προέλαυνε στο έδαφος της Αλβανίας μέχρι στις 10 Ιανουαρίου 1941, καταλαμβάνοντας διαδοχικά το Πόγραδετς, την Χιμάρα, τους Άγιους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, την Κλεισούρα.

Οι Ιταλοί που διεξήγαγαν τις επιχειρήσεις αρχικά με μόνο 60.000 άντρες, όντας σίγουροι ότι θα κατατρόπωναν εύκολα τον ελληνικό στρατό, αναγκάστηκαν να αυξήσουν το στρατό τους στις  550.000 άντρες και να εξαπολύσουν την εαρινή τους επίθεση του Μαρτίου 1941 έναντι 300.000 Ελλήνων. Όμως και αυτές οι αναλογίες αποδείχθηκαν ανεπαρκείς για τον Ιταλικό Στρατό που σύντομα απώλεσε το ηθικό του. Ακόμα, το ελληνικό Επιτελείο αιφνιδιάστηκε, όταν η στρατιά της Ηπείρου του υποστράτηγου Κατσιμήτρου, στις 8 Μαρτίου 1941 επέβαλε την άστατη ιταλική υποχώρηση.  

Η διεθνής κοινότητα και ιδίως οι πολιτικοί της Αγγλίας μιλούσαν για πραγματικό στρατιωτικό θαύμα. Οι Τούρκοι βουλευτές Τζαχίν και Αττάι δήλωναν στο διεθνή Τύπο ότι δεν αιφνιδιάστηκαν γιατί ήξεραν πώς πολεμούν οι Έλληνες από την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων.

Ήταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσε η ελληνική νίκη, ώστε σχεδόν επέβαλε στην Τουρκία να αναθεωρήσει την απόφασή της να συνταχθεί με τον αήττητο Άξονα, που δεν ήταν πια καθόλου τέτοιος,  και την ώθησε να παραμείνει ουδέτερη καθόλη την διάρκεια του πολέμου, με ανυπολόγιστες συνέπειες  προς όφελος του συμμαχικού αγώνα.

Επιπλέον, ώθησε τη Σερβία και τη Βουλγαρία να αναθεωρήσουν τις αποφάσεις τους να ενταχθούν στην αξονική συμμαχία, προκάλεσε εσωτερικά πραξικοπήματα στις δύο χώρες και υποχρέωσε τους Γερμανούς να εισβάλουν και σε αυτές, καθυστερώντας, με την επίθεση και στην Ελλάδα,  την ανάπτυξη του γερμανικού στρατού στο ανατολικό μέτωπο.

Ακόμα και στην άλλη πλευρά της Ευρώπης η ελληνική νίκη παρώθησε την ισπανική κυβέρνηση να μην επιτρέψει τη διέλευση γερμανικών στρατευμάτων στο Γιβραλτάρ, κάτι που ο ίδιος ο Χίτλερ απέδωσε στο κακό παράδειγμα της Ελλάδας. Αυτό υποχρέωσε τους Γερμανούς να περάσουν στην Κυρηναϊκή με πλοία, προσφέροντας ισχυρά πλεονεκτήματα στον πανίσχυρο βρετανικό στόλο.

Όμως ακόμα και όταν, στις 16 Απριλίου 1941, η γερμανική επίθεση υποχρέωσε το ελληνικό επιτελείο σε συνθηκολόγηση, ελάχιστοι Έλληνες φαντάροι αισθάνονταν πραγματικά ηττημένοι. Ο πόλεμος στην Αλβανία είχε εδραιώσει στην κοινή συνείδηση την πεποίθηση ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει και ότι η φασιστική νίκη ήταν προσωρινή. Για αυτό και, παρά την υποχώρηση, τμήμα του στρατού έκρυψε τα όπλα του, για αυτό και δόθηκε μια πεισματική μάχη στην Κρήτη το Μάιο του 1941 από απλούς πολίτες, για αυτό με πρωτοφανή ταχύτητα σχηματίστηκε ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή, για αυτό και πύκνωναν με γεωμετρική πρόοδο οι τάξεις των Ελλήνων ανταρτών. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη μαζική αντιστασιακή ενέργεια στην κατεχόμενη Ελλάδα ήταν οι διαδηλώσεις των ακρωτηριασμένων Ελλήνων στρατιωτών από τα παράθυρα του νοσοκομείου «Σωτηρία» στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 1941.    

Οι Έλληνες δεν είχαν άλλωστε και άλλη λύση. Ο κατακτητής, αφού χώρισε τη χώρα σε τρεις ζώνες κατοχής (την Ιταλική, τη Γερμανική και την Βουλγαρική), στράφηκε κατά του παραγωγικού της δυναμικού, δημεύοντας, επιτάσσοντας και λεηλατώντας όποια υλική αξία παραγόταν στη χώρα, ακόμη και τους αρχαιολογικούς της θησαυρούς.

Μόνο για τη συντήρηση του στρατού Κατοχής Γερμανοί,  Ιταλοί  και Βούλγαροι κατέκλεψαν 2,5 φορές τον ετήσιο προϋπολογισμό της χώρας και αφαίρεσαν τα 2/3 του εθνικού μας εισοδήματος, επιβάλλοντας ένα δυσθεώρητο αναγκαστικό δάνειο στην Ελλάδα, που δεν αποπληρώθηκε ποτέ, παρά τις ρητές εγγυήσεις που δόθηκαν από τους κατακτητές.

Ωστόσο, η κατοχή της χώρας δεν αποδείχθηκε εύκολη υπόθεση, παρά τους 330.000 Γερμανούς στρατιώτες στο τέλος του πολέμου, τους 160.000 Ιταλούς και τους πάνω από 80.000 Βούλγαρους. Αν και  επιστράτευσαν τα πιο ανηλεή αντίποινα και την πιο ωμή τρομοκρατία, οι κατακτητές έβλεπαν τη χώρα να μετατρέπεται  σταδιακά από τους αντάρτες σε ένα απέραντο πεδίο δολιοφθορών, ιδίως κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών και των οδικών αξόνων αλλά και των εργοστασίων εξόρυξης πρώτων υλών που εκμεταλλευόταν ο  κατακτητής. Οι αποθήκες συλλογής του προϊόντος που σχεδιαζόταν να διοχετευτεί στη Γερμανία έγιναν εστίες διαδοχικών ανταρτικών επιθέσεων. Και την ίδια στιγμή όλο και περισσότεροι αγρότες αρνούνταν να παραδώσουν στους κατακτητές την εισφορά από την αγροτική τους παραγωγή. Ακόμα και οι θαλάσσιοι δρόμοι, μετά την ανατίναξη τμήματος των ναυτικών εγκαταστάσεων στη Σαλαμίνα, τον Ιανουάριο του 1943, δεν ήταν πλέον ασφαλείς για τους κατακτητές.

Επιπλέον, όταν οι κατακτητές τόλμησαν να επιστρατεύσουν Έλληνες εργάτες για καταναγκαστική εργασία στα γερμανικά εργοστάσια, οι δρόμοι της Αθήνας μετετράπησαν σε πεδία εκτεταμένων οδομαχιών. Η Ελλάδα ήταν η μοναδική κατεχόμενη χώρα που δεν έστειλε Έλληνες εργάτες στη Γερμανία, παρά μόνο εκείνους που απήγαγαν στα «μπλόκα» των πόλεων οι Γερμανοί. Από τα 7.500.000 εκατομμύρια ξένους εργάτες που δούλεψαν με τη  βία στα γερμανικά εργοστάσια, οι Έλληνες, που ματαίωσαν την επιστράτευση, πετώντας από τα παράθυρα του ελληνικού Υπουργείου Εργασίας τις καταστάσεις επιστράτευσης, δεν ήταν ούτε 7.000 .

Την ίδια στιγμή οι καθοδηγούμενοι από τους συμμάχους Έλληνες αντάρτες, υλοποιώντας τα σχέδια «Άνιμαλ» του 1943 και «Κιβωτός του Νώε» στα 1944, δημιούργησαν τους απαιτούμενους αντιπερισπασμούς, έκοψαν τη χώρα στα δύο και, παραπλανώντας τους κατακτητές, διευκόλυναν το συμμαχικό στρατό να εισβάλει στη Σικελία, το Σεπτέμβριο του 1943, και στη Νορμανδία, τον Ιούνιο του 1944, δύο από τις πιο καθοριστικές επιχειρήσεις των συμμάχων στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. 

Αλλά και η ήττα των Γερμανών στο Ελ Αλαμέιν στην Αφρική, τον Οκτώβριο του 1942, είχε και αυτή ελληνική υπαιτιότητα. Γιατί ήταν σημαντική η συμβολή της 1ης  ελληνικής Ταξιαρχίας που συγκροτήθηκε στη Μέση Ανατολή στις 15 Ιουλίου 1941, αποτελούμενη σταδιακά από 12.000 άντρες. Το ίδιο σημαντική ήταν και η συμβολή της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας στη μάχη του Ρίμινι της Ιταλίας, το Σεπτέμβριο του 1944. Αντιστοίχως σημαντική για τους συμμάχους ήταν και η δράση του Ιερού Λόχου με τους 1000 καταδρομείς του, που ανέλαβε διαδοχικές επιχειρήσεις αιφνιδιαστικών πληγμάτων κατά των κατακτητών στα Δωδεκάνησα, από τα μέσα του 1943 μέχρι το φθινόπωρο του 1944. Ακόμα και 5 μοίρες της Πολεμικής Αεροπορίας έδρασαν στη Μέση Ανατολή, διευκολύνοντας, όπως και οι Έλληνες ναυτεργάτες, τις συμμαχικές νηοπομπές στην ανατολική Μεσόγειο. 

Έτσι, οι Γερμανοί δεν έφυγαν παρά νικημένοι από τη χώρα, έναντι μιας αντίστασης που είχε κατορθώσει να απελευθερώσει όλους τους ορεινούς όγκους της χώρας και απειλούσε πλέον με εισβολές και καταλήψεις και τις ίδιες τις πόλεις, όπως έγιναν με την Καρδίτσα, τα Γρεβενά, το Καρπενήσι. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Βρετανοί σύνδεσμοι μιλούσαν στα τέλη του 1943 για μια ελεύθερη ορεινή Ελλάδα, όπου, παρά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ, χρειαζόταν σχεδόν κανονικό διαβατήριο από τους αντάρτες, αν ήθελε κάποιος να τη διασχίσει. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι, εξοντώνοντας τυφλά τους Έλληνες, οι Γερμανοί προσπάθησαν κατά την αποχώρηση τους να γλυτώσουν, εκβιάζοντας με μια εκτεταμένη καταστροφή τον ελληνικό λαό, υπονομεύοντας με εκρηκτικά λιμάνια, φράγματα, εργοστάσια ηλεκτρικής ενέργειας, ακόμα και ολόκληρες συνοικίες.   

Όμως, εξαιτίας της αναπόφευκτης ήττας τους οι Γερμανοί την εκδικήθηκαν σκληρά. Την καταλήστευσαν αφαιρώντας τόνους μεταλλευμάτων, ιδιοποιούμενοι τα αποθέματα των τραπεζών, λεηλατώντας την αγροτική παραγωγή, καταστρέφοντας όλα τα εμπορικά δίκτυα και το σύστημα μεταφορών της χώρας.  Επιβάλλοντας δε σε όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις να παράγουν προς αποκλειστικό όφελος των πολεμικών αναγκών του άξονα. Ολόκληρες σοδειές βαμβακιού, καπνού, εσπεριδοειδών και λαδιού μεταφέρθηκαν στη Γερμανία, ακόμα και οι προίκες των κοριτσιών της χώρας, αξίας εκατομμυρίων μάρκων. Η Ελλάδα έχασε τα 2/3 του εμπορικού της στόλου, το 1/3 των δασών της κάηκαν, το 87% των βιομηχανικών της μονάδων καταστράφηκε, το 97% του οδικού και σιδηροδρομικού της δικτύου δεν υπήρχε κατά την αποχώρηση των Γερμανών από το ελληνικό έδαφος. 

Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι εκατοντάδες χωριά κάηκαν, χιλιάδες σπίτια καταστράφηκαν, 430.000 άνθρωποι εξοντώθηκαν, καθιστώντας την Ελλάδα τη μόνη χώρα στην Ευρώπη που ο πόλεμος της μείωσε το συνολικό πληθυσμό. Η χώρα την επαύριο του πολέμου βρέθηκε με 80.000 ορφανά παιδιά στους δρόμους, με το 1/3 του πληθυσμού της υποσιτισμένο, με 700.00 ανθρώπους που έπασχαν από τραχώματα και καλπάζουσα φυματίωση. Μόνο στη Βοιωτία κάηκαν σχεδόν ολοσχερώς πάνω από 9 χωριά και κωμοπόλεις, πολλά μοναστήρια της, ενώ σφαγιάστηκαν γύρω στους 500 ανθρώπους  και, μόνο στο Δίστομο, τον Ιούνιο του 1944, 49 παιδιά ηλικίας από ενός μηνός μέχρι 16 ετών από τους συνολικά 227 σφαγιασθέντες.

Και μια υπενθύμιση: παρότι η χώρα υπέστη τόσα από τους Γερμανούς, παρότι δεν αποζημιώθηκε ούτε στο ελάχιστο έναντι των καταστροφών που υπέστη (με τους τόκους τα οφειλόμενα υπερβαίνουν τα ποσά που η Ελλάδα οφείλει σήμερα στους δανειστές της), η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που βοήθησε τη Γερμανία να βγει από την διεθνή της απομόνωση στα 1953, υπογράφοντας οικονομικές συμφωνίες μαζί της, που της επέτρεψαν να διεκδικήσει ξανά την ένταξή της στους διεθνείς οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους της εποχής. Άρα, ο γερμανικός λαός μάς χρωστά πολύ περισσότερα και από την καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων.

Μιχάλης Λυμπεράτος 
Γυμνασιάρχης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου