Ύστερα από τον καθιερωμένο εκκλησιασμό για τη σχολική γιορτή των Τριών Ιεραρχών και αφού μοιράστηκε το αντίδωρο, κατόπιν προσκλήσεως του ιερέα, οι καθηγητές πέρασαν στο πνευματικό κέντρο που βρισκόταν απέναντι από το ναό για να πιούν ένα καφέ και να γευτούν ένα τσιπουράκι. Τα πνεύματα ήταν ευχάριστα και χαρούμενα, γιατί η αλήθεια είναι ότι πάντα μετά τον εκκλησιασμό ηρεμεί το πνεύμα του ανθρώπου και φεύγει πιο ανάλαφρος και καλόκαρδος.
Οι κυρίες του πνευματικού κέντρου έσπευδαν πρόθυμα να τους εξυπηρετήσουν και πράγματι οι μεζέδες είχαν παρατεθεί άφθονοι στο τραπέζι και η φιλοξενία ήταν αβραμιαία. Ανάμεσα στην παρέα βρισκόταν και κάποιος συνάδελφος ο οποίος γνώριζε να ψάλλει και στον εκκλησιασμό που προηγήθηκε βοήθησε τον ψάλτη του ναού. Στο τραπέζι που κάθισαν δεχόταν τα συγχαρητήρια των υπολοίπων γιατί πράγματι ατά κοινή ομολογία, κατείχε την ψαλτική και τον βοηθούσε και η φωνή του.
Ο διευθυντής, άνθρωπος φιλομαθής και ευρηματικός, του πρότεινε αυθόρμητα να γράψει κάποιες σκέψεις σχετικά με τον τρόπο που βλέπει ένας ψάλτης τη λατρεία της εκκλησίας για να δημοσιευθούν στην ιστοσελίδα του σχολείου.
«Δύσκολα μου βάζετε», του απάντησε χαμογελώντας ο συνάδελφος, αυτό το θέμα είναι πραγματικά τεράστιο και μπορεί να θίξεις και τα κακώς κείμενα στο χώρο. «Βρες μου εσύ τον τέλειο ανθρώπινο χώρο», του απάντησε ο διευθυντής και ο συνάδελφος, αφού σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα φάνηκε να συμφωνεί κουνώντας το κεφάλι.
Τις μέρες που ακολούθησαν απορροφημένος από το φόρτο της δουλειάς καθυστέρησε να υλοποιήσει την ιδέα, αλλά ο διευθυντής του το υπενθύμισε και έτσι κάποιο βράδυ που την άλλη μέρα δεν είχε πρωινό ξύπνημα έκανε την αρχή.
«Η ανάγκη του ανθρώπου να σχετιστεί με το θεό είναι τόσο παλιά όσο και η εμφάνιση του πάνω σε τούτο τον πλανήτη και όσο πιο πίσω πάμε στο χρόνο τόσο εναργέστερα διακρίνουμε αυτή την προσπάθεια του πρώτου να ψάξει και να ανακαλύψει το δεύτερο. Ήδη από τα ομηρικά έπη καταλαβαίνουμε πόσο στενά ήταν συνδεδεμένη η ζωή θεού και ανθρώπου και πόσο αναπόσπαστη πολλές φορές και βασανιστική ήταν η σχέση αυτή. Τίποτα δε γινόταν χωρίς το θέλημα ή την επέμβαση κάποιου Θεού και αλλοίμονο σ’ αυτόν που θα τους αγνοούσε.
Με αυτόν τον τρόπο βέβαια δεν αντιλαμβάνονται το Θεό μόνο οι Έλληνες αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα πανανθρώπινο φαινόμενο. Όμως το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Ελλήνων, σύμφωνα με τη διαπίστωση του αποστόλου των εθνών, κοσμογυρισμένου Παύλου, ήταν η ιδιαίτερη πίστη και αφοσίωση αυτού του λαού στους Θεούς του. «Ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ» είχε πει ο απόστολος, όταν επισκέφτηκε την Αθήνα.
Την εποχή αυτή βέβαια υπάρχει πολυθεϊσμός και πιο παλιά πανθεϊσμός, αυτό όμως δεν πρέπει να μας προβληματίζει διότι είναι διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται το Θεό η κάθε εποχή. Από την ιστορία επίσης πληροφορούμαστε ότι σπουδαίες προσωπικότητες που το όνομα τους χαράχτηκε ανεξίτηλα στο χρόνο, όπως ο Μ. Αλέξανδρος ή κάποιοι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας ή και ο δάσκαλος του προαναφερθέντος στρατηλάτη Αριστοτέλης, οι Ίωνες φιλόσοφοι οι Ελεάτες, ήταν άνθρωποι βαθειά θρησκευόμενοι, μάλιστα πρώτοι αυτοί μίλησαν για τον ένα Θεό χωρίς όμως να απορρίπτουν και την αναγκαιότητα της λαϊκής πίστης.
Όπως λοιπόν ήταν πάντα, έτσι είναι και σήμερα, ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να σχετιστεί με το θεό
έστω και μια φορά το χρόνο. Η ανάγκη αυτή είναι έμφυτη παρά επίκτητη, και κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται στο φόβο, την ανασφάλεια και την αδυναμία που νοιώθει ο άνθρωπος εξαιτίας του θανάτου. Η ανάγκη αυτή οδήγησε τον άνθρωπο στη δημιουργία λατρευτικών τελετών αλλά και συγκεκριμένων χώρων για την από κοινού τέλεση των τελετών αυτών που σαν σκοπό είχαν την απόδοση λατρείας στο Θεό.
Οι χώροι αυτοί , που τους ονομάζουμε εκκλησίες ή ναούς, ως τόπος κοινής λατρείας δεν είναι ένα φαινόμενο που παρουσιάστηκε τώρα τελευταία αλλά υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο τρόπος λατρείας
βέβαια του Θεού σήμερα διαφέρει από αυτόν των προγενεστέρων ανθρώπων όμως η ανάγκη παραμένει η ίδια και για να κάνω μια αναφορά πάλι στους αρχαίους Έλληνες , όταν επρόκειτο να χτίσουν ένα ναό χρησιμοποιούσαν ό,τι τελειότερο, ό,τι ακριβότερο και ότι ομορφότερο διέθεταν. Πίστευαν ότι είναι μεγάλη ασέβεια προς το Θεό η χρήση υλικών κατώτερης ποιότητας και έτσι ασφαλώς εξηγείται το γεγονός ότι εμείς σήμερα έχουμε στη διάθεση μας, ύστερα από τόσους αιώνες όλα αυτά τα σπουδαία έργα τέχνης.
Ο χριστιανικός Ορθόδοξος ναός τώρα, είναι έτσι φτιαγμένος που οτιδήποτε υπάρχει μέσα σ’ αυτόν έχει ως στόχο να διευκολύνει τον άνθρωπο στην επικοινωνία του με το Θεό. Η αρχιτεκτονική του ναού, οι αγιογραφίες, τα ιερά σκεύη που υπάρχουν μέσα σ’αυτόν, η Βυζαντινή Μουσική, όλα επιλέχτηκαν και διαμορφώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να βοηθήσουν τον πιστό σ’αυτή του την προσπάθεια.
Γι’αυτό το λόγο στα « εξωτερικά αυτά στοιχεία» θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή από αυτούς που διακονούν στο ναό, διότι διαφορετικά, ίσως και εν αγνοία τους διαπράττουν σφάλμα (αμαρτία). «Αγίασον Κύριε τους αγαπώντας την ευπρέπειαν του οίκου σου» λέει ο ψαλμωδός.
Ας ξεκινήσουμε από την αγιογράφηση του ναού. Θα πρέπει να γίνει από καλούς και έμπειρους τεχνίτες ώστε η θέα των αγίων μορφών να προκαλεί τέρψη και κατάνυξη στις ψυχές των πιστών και όχι αποστροφή. Η αλήθεια βέβαια είναι πως μια καλή αγιογράφηση χρειάζεται χρόνο αλλά και χρήμα. Έχει όμως παρατηρηθεί ότι οι πιστοί προσφέρουν με περισσότερη προθυμία όταν πρόκειται να γίνει ένα έργο σημαντικό παρά μια φτηνοδουλειά. Επίσης είναι προτιμότερο να καθυστερήσει η αγιογράφηση ενός ναού πέντε και δέκα χρόνια αλλά να γίνει κάτι που θα αντέξει στο χρόνο παρά να τελειώσει στη ώρα της μια μέτρια δουλειά από ανειδίκευτους και άτεχνους αγιογράφους. Κοντολογίς ένα τόσο σπουδαίο και σημαντικό έργο χρειάζεται πολύ σκέψη, σύνεση, υπομονή και μεράκι.
Μέσα στο ναό είναι απαραίτητο να υπάρχει τάξη και καθαριότητα. Ο ιερέας ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ευταξία και τη σωστή χρήση των αντικειμένων αλλά και των ιερών σκευών που βρίσκονται μέσα στο ναό, θα πρέπει με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια να φροντίζει ώστε το κάθε τι να βρίσκεται στη θέση του για να μην υπάρχει ακαταστασία και δίνεται μια εικόνα αδιαφορίας και εγκατάλειψης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες τότε που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της και να οριοθετήσει το σωστό από το λάθος το γνήσιο από το κίβδηλο και την αλήθεια από το ψεύδος δεν περιφρόνησε τις τέχνες, γνωρίζοντας πολύ καλά τη θετική επίδραση που ασκούν στην ανθρώπινη ψυχή.
Εκτός λοιπόν από τη ζωγραφική προσέλαβε και τη μουσική μια τέχνη που συναντάται ανέκαθεν σε κάθε πολιτισμό και ευχαριστεί όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα, μάλιστα στους αρχαίους υπάρχουν πολλοί μύθοι που σκοπό έχουν να καταδείξουν τη δύναμη της. Η επίδραση της μουσικής στην ανθρώπινη ψυχή είναι τόσο άμεση που μπορεί να οδηγήσει τα ανθρώπινα συναισθήματα προς την κατεύθυνση που αυτή θέλει, εξ ου και ψυχαγωγία. Δημιουργεί ευφορία, θλίψη, αισιοδοξία, χαρά, ακόμα και έκσταση. Πολλοί λαοί με τη μουσική εμψυχώνονταν και προετοιμάζονταν για πόλεμο, όπως τότε που ο Τιμόθεος ο αυλητής παίζοντας με τον αυλό του τον «Όρθιο» κίνησε τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα να πάρει το ξίφος και να ριχτεί στη μάχη. Ο Αριστοτέλης άλλωστε στα πολιτικά του διερωτάται «πότερον θετέον την μουσικήν, παιδείαν ή παιδιάν», δηλαδή τι απ’τα δύο είναι η μουσική, εκπαίδευση ή παιχνίδι – διασκέδαση.
Όμως η τέχνη της μουσικής έχει και θεραπευτικές ιδιότητες καθώς οι Πυθαγόρειοι την χρησιμοποιούσαν ως ένα είδος θεραπευτικής. Ειδικότερα για το χώρο της Εκκλησίας η μουσική αποτελεί το όχημα μέσω του οποίου μεταφέρονται προς τους πιστούς οι πανανθρώπινες και αιώνιες αλήθειες της. Ο πιστός παρακολουθώντας τους ύμνους μπορεί να διδαχτεί, να πληροφορηθεί τα γεγονότα της ζωής των εορταζομένων αγίων και να μυηθεί στη θεματολογία των μεγάλων κινητών και ακινήτων εορτών του έτους.
Στο σημείο αυτό χρειάζεται να ανοίξω μια παρένθεση γιατί εύλογα θα μπορούσε κάποιος να θίξει το θέμα της κατανόησης των ύμνων από τους πιστούς, αφού είναι γραμμένοι στα αρχαία ελληνικά. Μάλιστα κάποιοι πιο τολμηροί διατείνονται ότι πρέπει η λατρεία να απλουστευθεί και οι ύμνοι να μεταφερθούν στη νέα ελληνική για να είναι κατανοητοί απ’ όλους.
Σχετικά με το πρώτο θέμα η απάντηση είναι ότι με λίγη προσοχή και εντρύφηση στα εκκλησιαστικά κείμενα κάθε πιστός, ακόμα και αυτός που στερείται ιδιαίτερης εκπαίδευσης μπορεί να παρακολουθήσει χωρίς δυσκολία τη λατρευτική πράξη. Όσον αφορά τώρα το δεύτερο ισχυρισμό, ότι οι ακολουθίες της εκκλησίας θα πρέπει να απλουστευθούν και να συντομευθούν είναι πράγματι ένα θέμα που κρύβει πολλούς κινδύνους και χρειάζεται πολλή σκέψη και συζήτηση.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ζούμε σε μία εποχή που θεωρούμε εξέλιξη την απλούστευση και την καταστροφή, όμως ακόμα πιο λυπηρό είναι το γεγονός ότι οι παραπάνω απόψεις υποστηρίζονται και από θεολόγους καθηγητές πανεπιστημίων, ιερείς αλλά και κάποιους αρχιερείς, θυσιάζοντας έτσι πανανθρώπινες αξίες στο βωμό της σύγχρονης καταναλωτικής και τρυφηλής ζωής μας. Τα εκκλησιαστικά κείμενα μεταφέρουν πνευματικό πλούτο αιώνων, σοφία, λογοτεχνική αλλά και ποιητική δύναμη. Νίκησαν το χρόνο και έτσι βαδίζουν το δρόμο της αιωνιότητας χέρι-χέρι με τις ακατάλυτες δογματικές αλήθειες της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας.
Για να κλείσω όμως την παρένθεση και να επανέλθω στο θέμα της ψαλτικής τέχνης και της Βυζαντινής Μουσικής είναι κι’ αυτή προορισμένη και προσαρμοσμένη στις ανάγκες της λατρευτικής πράξης. Σκοπός της είναι να διδάξει να παιδαγωγήσει αλλά και μέσα από τους ήχους της και τις μελωδικές της γραμμές να οδηγήσει τον ακροατή στο δρόμο της προσευχής και της ένωσης του με το Θεό.
Γι’ αυτό το λόγο ο ψάλτης θα πρέπει να αντιμετωπίζει το έργο του με υπευθυνότητα, να είναι καταρτισμένος και διαβασμένος, να φροντίζει συνεχώς για τη σωστή απόδοση των ύμνων, να μελετά, να μορφώνεται και να θεωρεί τον εαυτό του δια βίου μαθητή. Για όλα αυτά όμως χρειάζεται η βοήθεια και το ενδιαφέρον των κατά τόπους επισκόπων οι οποίοι πρέπει να μεριμνήσουν για την ίδρυση σοβαρών σχολών μουσικής, κολλεγίων ή φροντιστηρίων όπου θα δίνεται η δυνατότητα σ’ αυτούς που επιθυμούν να μάθουν βυζαντινή μουσική, να αποκτήσουν τα απαραίτητα εφόδια προκειμένου να επανδρωθούν τα αναλόγια των ναών από ψάλτες που θα γνωρίζουν τη δουλειά τους η οποία ειρήσθω εν παρόδω είναι ένα πολύ δύσκολο έργο το οποίο απαιτεί ολοκληρωτικό δόσιμο,καθημερινή ενασχόληση καθώς επίσης και καλή ψυχοσωματική κατάσταση.
Η Βυζαντινή Μουσική έχει τόση ομορφιά και δύναμη που όταν αποδίδεται από σωστούς ψάλτες μπορεί να συγκινήσει ακόμα και τους αδιάφορους ως προς τα εκκλησιαστικά. Έχει διαδοθεί μάλιστα ότι ακούγοντας ένας Τούρκος στην Κωνσταντινούπολη κάποιο σπουδαίο ψάλτη του περασμένου αιώνα, τον Ιάκωβο Ναυπλιώτη, να ψάλλει «τεριρέμ» συγκινήθηκε τόσο πολύ που από μουσουλμάνος έγινε χριστιανός. Είναι επίσης απορίας άξιο το γεγονός ότι η Βυζαντινή Μουσική, όταν αποδίδεται σωστά, είναι ιδιαίτερα αρεστή στα παιδιά ενώ σε αντίθετη περίπτωση προκαλεί περιφρόνηση.
Νομίζω όμως ότι στο σημείο αυτό θα ήταν σκόπιμο να αναφέρω και ορισμένα ιστορικά στοιχεία σχετικά με την ψαλτική τέχνη που θα βοηθήσουν στην περαιτέρω κατανόηση του θέματος. Η καλλιέργεια της μουσικής, φωνητικής και ενόργανης, όπως προανέφερα απαντάται σε όλους τους λαούς και αυτούς ακόμα τους απολίτιστους και βάρβαρους. Απ’ την αρχή η μουσική κατέλαβε σημαντική θέση και στη θρησκεία. Έτσι λοιπόν αρχαίοι λαοί όπως οι Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Έλληνες, Πέρσες, Ιουδαίοι όχι μόνο καλλιεργούσαν τη μουσική αλλά και τη χρησιμοποιούσαν στις θρησκευτικές τους τελετές.
Η υιοθέτηση της μουσικής από την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έγινε τυχαία και βιαστικά, αλλά αποτελεί το απόσταγμα εμπειρίας αιώνων. Η Εκκλησιαστική μουσική έλκει την καταγωγή της από την αρχαία ελληνική μουσική και έχει άμεση σχέση μ’ αυτήν γι’ αυτό και οι τρόποι, οι ήχοι της είναι δάνεια από αρχαιοελληνικούς ήχους. Οι ήχοι της Βυζαντινής Μουσικής είναι οκτώ ( Πρώτος, Δεύτερος, Τρίτος, Τέταρτος) και οι πλάγιοι τους εκτός από τον τρίτο που αντί για πλάγιος του τρίτου ονομάζεται Βαρύς. Ο Πρώτος ήχος στους αρχαίους ήταν ο Δώριος, ο Δεύτερος ήχος ο Φρύγιος, ο Τρίτος ο Λύδιος κ.λ.π. Αποδίδεται δε μόνο φωνητικά χωρίς τη συνοδεία οργάνων διότι η ανθρώπινη φωνή αποτελεί το τελειότερο όργανο, που έχει τη δύναμη να κινήσει την ανθρώπινη ψυχή προς κατάνυξη και προσευχή. Ονομάστηκε δε Βυζαντινή επειδή έφτασε στο αποκορύφωμα της και πήρε την τελική της μορφή κατά την περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την προσφορά του Ιωάννη του Δαμασκηνού(676-756) ενός από τους μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας, Θεολόγου, φιλοσόφου, υμνογράφου και μουσικού ο οποίος αν και δεν έδρασε στο χώρο του Βυζαντίου, ωστόσο θεωρείται ως ο σπουδαιότερος μεταρρυθμιστής και διαμορφωτής της Εκκλησιαστικής Μουσικής αλλά και η πηγή της όπως πολλοί τον χαρακτηρίζουν. Βέβαια στο διάβα των αιώνων υπήρξαν και άλλες σπουδαίες προσωπικότητες που συνέβαλλαν στην εξέλιξη και στην τελική διαμόρφωση της ως μουσικής, όπως ο Κοσμάς ο μελωδός ο επονομαζόμενος και Αγιοπολίτης, σύγχρονος του Ιωάννη Δαμασκηνού, ο Θεώδορος Στουδίτης (899μ.Χ), ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (μέσα 9ου αιώνος), Ιωσήφ ο υμνογράφος ( 883 μ.Χ), ο Ιωάννης Κουκουζέλης, ο μαγίστωρ, περιώνυμος μουσικός του 12ου αιώνα και δεύτερη πηγή της μουσικής μετά τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Ξένος ο Κορώνης ο οποίος άκμασε λίγο μετά τον Κουκουζέλη και ήταν πρωτοψάλτης της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, Ιωάννης ο Κλαδάς (14ος -15ος αιώνας), μουσικός εξαιρετικής μόρφωσης και τρίτη πηγή της Βυζαντινής Μουσικής αλλά και πολλοί άλλοι των οποίων η προσφορά υπήρξε σημαντική.
Στη Βυζαντινή μουσική διακρίνουμε αφενός τη θεωρία και αφετέρου την πράξη. Θεωρία είναι η γνώση των αρχών και των κανόνων σύμφωνα με τους οποίους συντίθεται, γράφεται, και απαγγέλλεται οποιαδήποτε Βυζαντινή μελωδία. Σοβαρή μουσική μόρφωση είναι μόνο εκείνη η οποία συνδυάζει αρμονικά την θεωρητική και την πρακτική γνώση».
Με αυτές λοιπόν τις σκέψεις ο συνάδελφος θέλησε να ανταποκριθεί στο αίτημα του διευθυντή του σχολείου και να διατυπώσει κάποιες απόψεις σχετικά με τον τρόπο που ο ίδιος αντιλαμβάνεται κάποια «επιφανειακά» ζητήματα, τα οποία όμως είναι πολύ σημαντικά και βοηθούν τον πιστό στην επικοινωνία του και στην προσπάθειά του να προσεγγίσει το Θεό. Ωστόσο το θέμα ήταν τεράστιο και πράγματι μπορούσαν να ειπωθούν πολλά ακόμα, ίσως κάποιες παραλείψεις και λάθη των ανθρώπων που διακονούν και δραστηριοποιούνται στο χώρο της εκκλησίας, όμως πράγματι ποιος ανθρώπινος χώρος είναι τέλειος; Ποιος ανθρώπινος χώρος είναι άμεμπτος και ιδανικός; Αυτά είναι ίσως τα χαρακτηριστικά μιας τέλειας κοινωνίας. Εμείς οι απλοί, αδύναμοι άνθρωποι, όσο ακόμα βρισκόμαστε επί της γης και αγωνιζόμαστε, αγωνιούμε, ματώνουμε, πέφτουμε και σηκωνόμαστε στην προσπάθεια μας να σκαρφαλώσουμε από το ένα πνευματικό σκαλοπάτι στο άλλο και να γίνουμε καλύτεροι σαν άνθρωποι.
Αυτή είναι άλλωστε η καθημερινή πορεία του ανθρώπου πάνω σε τούτο τον πλανήτη, ένας συνεχής και αδιάλειπτος αγώνας υλικής αλλά κυρίως πνευματικής βελτίωσης.
Ευάγγελος Τζουμανέκας
Καθηγητής φιλόλογος του Γυμνασίου Βαγίων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου