Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Το έπος της τιθάσευσης της φωτιάς


Το έπος της τιθάσευσης της φωτιάς, ας πούμε 900.000 χρόνια πριν
Πρόταση για την εργασία που δόθηκε στην Β' Τάξη


ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

               Πώς θα μπορούσε να γραφτεί μια τέτοια εξιστόρηση “επιστημονικής φαντασίας”; Όταν γράφουμε μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας τοποθετημένα στο μέλλον, ο αναγνώστης ξέρει πως όσα γράφονται είναι φανταστικά, ακόμα και όταν στηρίζονται σε προεκτάσεις, σε λογικά αναμενόμενες εξελίξεις σημερινών επιστημονικών δεδομένων. Όταν τοποθετούνται στο παρελθόν, κινδυνεύεις να τον παρασύρεις να πιστέψει πως όσα γράφεις είναι επιστημονικές αλήθειες. Πόσα όμως ξέρουμε για μια τόσο παλιά εποχή; Πολύ λίγα! Μπορούμε να φτιάξουμε τις θεωρίες μας γνωρίζοντας όσα συνέβησαν πολύ αργότερα, ας πούμε 400.000 – 600.000 χρόνια αργότερα, την Παλαιολιθική Εποχή, και να τα “προεκτείνουμε” προς τα πίσω, μέθοδος καθόλου επιστημονική. Θεωρίες έχουμε και άλλες, κάθε απολιθωμένο κοκαλάκι εξετάζεται από τους επιστήμονες, βρίσκουμε χαρακτηριστικά της μορφολογίας του ιδιοκτήτη του σκελετού και φτιάχνουμε εξελικτικές σειρές προανθρωπιδών, προανθρώπων, ή και ανθρώπων. Όλα αυτά μέχρι να βρεθεί κάποιο άλλο οστό, που η μελέτη του καταρρίπτει τις προηγούμενες θεωρίες για να φτιαχτούν νέες! Τα λίγα που ξέρουμε στα σίγουρα είναι πως οι άνθρωποι τότε είχαν κάποιο επίπεδο λόγου, ζούσαν σε ομάδες (γιατί ο άνθρωπος είναι ένα είδος κοινωνικό, όπως οι πίθηκοι), πως κυνηγούσαν σε ομάδες (γιατί όποιος άλλος τρόπος κυνηγιού δεν θα ήταν αποτελεσματικός), πως είχαν καταφέρει με κάποιο τρόπο να αντιμετωπίσουν το κρύο του χειμώνα, οπότε πρέπει να χρησιμοποιούσαν τις γούνες των ζώων που σκότωναν, πως προσωποποιούσαν τα ζώα που τους καταδίωκαν ή ήταν τα θηράματά τους, όπως και τα στοιχεία της φύσης, που τα θεοποιούσαν (γι' αυτό το παραμύθι μας είναι γεμάτο με κεφαλαία), πως ένα μεγάλο μέρος των τροφών τους ήταν όστρακα, γιατί τα βρίσκουμε στις σπηλιές που κατοικούσαν οι πρόγονοί μας αργότερα, πως κατασκεύαζαν εργαλεία (ο Homo habilis, που σημαίνει ο Άνθρωπος ο επιτήδειος, ένας προάνθρωπος, κατασκεύαζε στην Τανζανία, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, εργαλεία 1.900.000 χρόνια πριν και έζησε μέχρι και πριν από 200.000 χρόνια) αλλά μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιούν υλικά που έβρισκαν στο περιβάλλον τους, πέτρες, ξύλα, όστρακα, φύλλα, κόκκαλα, σαν όπλα, σαν μαχαίρια, σαν κύπελλα, σαν στρώματα για να κοιμηθούν, όπως κάνουν πολλά είδη πουλιών και, βέβαια, και πιθήκων.
                    Εδώ, όμως, μπαίνει ένα θέμα: Ακόμα κι αν γνωρίζουν οι σχετικοί επιστήμονες λίγα περισσότερα γι' αυτή την εποχή, είμαστε υποχρεωμένοι να τα γνωρίζουμε κι εμείς όλα πριν καταπιαστούμε με το γράψιμο της ιστορίας της τιθάσευσης της Φωτιάς; Χρειάζεται, ας πούμε, να ξέρουμε πως οι επιστήμονες πιστεύουν πως τη φωτιά την τιθάσευσε ο Homo erectus (Άνθρωπος ο ανορθωμένος); Λένε πως ο Homo erectus κατασκεύαζε καλύτερα εργαλεία από τον Homo habilis και έζησε πριν από 1.600.000 χρόνια μέχρι και πριν από 200.000 χρόνια. Καταγόταν από την Αφρική, αλλά μετανάστευσε και σε άλλες περιοχές. Ίχνη του έχουν βρεθεί και στην Ευρώπη. Γι' αυτό και το “ας πούμε” του τίτλου: τα εννιακόσιες χιλιάδες χρόνια μπορεί να ήταν οκτακόσιες χιλιάδες χρόνια, ή και λιγότερα. Άλλες θεωρίες υποστηρίζουν πως ο χρόνος ελέγχου της φωτιάς μπορεί να πάει νωρίτερα, μέχρι και 1.500.000 χρόνια πριν αλλά, όποτε και αν έγινε, το μέγεθος του κατορθώματος εκείνων των μισοζώων-μισοανθρώπων δεν αλλάζει. Λοιπόν, ξαναρωτάμε: Πρέπει να είμαστε επιστήμονες για να επιχειρήσουμε τη συγγραφή αυτού του παραμυθιού;
                    Η απάντηση νομίζουμε είναι πως όχι! Δεν θα γράψουμε κάποια επιστημονική πραγματεία, ένα παραμύθι θα γράψουμε, και οι αναχρονισμοί είναι αναπόφευκτοι. Αλλά και αν τολμούσε να γράψει κάποιος μια επιστημονική πραγματεία, και αυτός θα ήταν αδύνατο να τους αποφύγει! Ίσως γι' αυτό το λόγο δεν μιλάμε ούτε γράφουμε ποτέ για το πώς κατάφερε το ζώο που μετά ονομάστηκε άνθρωπος να κάνει το μεγάλο βήμα: μόνος αυτός, όταν όλα τα άλλα ζώα έτρεχαν πανικόβλητα να σωθούν από τις πυρκαγιές, τόλμησε να βρει τρόπο να βάλει τη φωτιά κάτω από τον έλεγχό του! Έτσι πρέπει να το πούμε, και όχι  “Ανακάλυψη της φωτιάς”, μια και φωτιές υπήρχαν πολλές, και μάλιστα πολύ απειλητικές για τους εξελικτικούς προγόνους μας. Αυτό το βήμα, το να ελέγξει τη φωτιά, είναι, νομίζω, η μεγαλύτερη εποποιία του ανθρώπου, μεγαλύτερη και από το ταξίδι του στη σελήνη!
                    Και εδώ μπαίνει ένα σοβαρό πρόβλημα: Τί κάνεις με αυτούς τους αναπόφευκτους αναχρονισμούς; Είναι δυνατό, είναι σωστό να προσπαθήσεις να τους κρύψεις; Στην αρχιτεκτονική οι επιστήμονες, που είναι συγχρόνως και καλλιτέχνες,  λένε πως είναι άσχημο να προσπαθήσεις να κρύψεις τις αναπόφευκτες ατέλειες ενός κτηρίου. Αν, για παράδειγμα, έχεις τους σωλήνες θέρμανσης να τρέχουν δίπλα στον τοίχο ενός υπογείου, ή αν έχεις μια κολώνα στη μέση ενός χώρου, και προσπαθήσεις να τα κρύψεις βάφοντάς τα με ένα ουδέτερο χρώμα, τότε φτιάχνεις κάτι άσχημο, γιατί και οι ατέλειες θα είναι ορατές, και θα φαίνεται η άγαρμπη προσπάθειά σου να τις κρύψεις. Τί προτείνουν, λοιπόν; Προτείνουν να μετατρέψεις το ελάττωμα σε διακοσμητικό στοιχείο τονίζοντάς το. Βάψτο κόκκινο, λένε, ή σε ένα άλλο έντονο χρώμα! Αυτή τη λύση αποφάσισα να ακολουθήσω, μια και εδώ γινόμαστε κι εμείς και επιστήμονες της ανθρώπινης προϊστορίας και καλλιτέχνες, αφού γράφουμε ένα “επιστημονικό παραμύθι”! Τονίζοντας τους αναχρονισμούς που, σαν ατέλειες, θα μπορούσαν να εισχωρήσουν σε κάθε γραμμή του κειμένου, αντί να καμωθούμε πως δεν υπάρχουν, τους κάνουμε στολίδια της γραφής μας. Με αυτόν τον τρόπο οι αναχρονισμοί κάνουν το έργο μας χαριτωμένο και ίσως και διασκεδαστικό! Χωρίς να χάνεται ο σεβασμός μας για το τεράστιο επίτευγμα, το τεράστιο βήμα από το ζώο στον άνθρωπο.
      
                    Και κάτι τελευταίο: Γιατί γυναίκα και όχι άντρας; Γιατί κάποια Γκαρούκ; Διότι πριν ανακαλυφθούν και εξελιχτούν τα όπλα, πριν αρχίσουν να συμβαίνουν μαζικές σφαγές μέσα στο ανθρώπινο είδος, όπου οι άντρες είναι από τη φύση τους πιο κατάλληλοι, όσο η ζωή ήταν μάχη για την επιβίωση και όχι προσπάθεια να επιβληθούν τα συμφέροντα των δυνατών και των χορτάτων, τότε η Γυναίκα ήταν πιο σεβαστή! Ο γυναικείος εγκέφαλος είναι πιο πολυπράγμονας από τον αντρικό. Ο άντρας συγκεντρώνεται μόνο σε ένα πράγμα κάθε φορά, είναι η γυναίκα που μπορεί να καταπιαστεί με πολλές εργασίες συγχρόνως, είναι αυτή που είναι εφευρετική στην κάλυψη των αναγκών της ζωής, είναι αυτή που κάνει ό,τι χρειάζεται να γίνει σε ομάδες ίσων ατόμων, με δομή παρεΐστικη. Ο άντρας σκέφτεται και δρα σε οργάνωση πυραμίδας, οργάνωση ιεραρχική, ίσως γιατί έτσι έπρεπε να οργανώνεται μια ομάδα κυνηγών ή πολεμιστών, είναι εφευρετικός στην κάλυψη αναγκών του πολέμου. Επιπλέον, η Γυναίκα ήταν πάντα η Μάνα, η γεννήτρα και τροφός της ζωής, γι' αυτό ισόθεη. Πολύ πριν καταλάβουν οι αρσενικοί πως έπαιζαν και αυτοί κάποιο ρόλο σ' αυτό! Γι' αυτό και οι πρώτες κοινωνίες ήταν Μητριαρχικές, ακόμα και το Πάνθεον αποτελούνταν από γυναικείες θεότητες (η λατρεία της Γαίας). Όταν η τεχνογνωσία των μετάλλων παρήγαγε όπλα μαζικής καταστροφής οι κοινωνίες έγιναν Πατριαρχικές, οι πιο σπουδαίοι θεοί αρσενικοί, και η γυναίκα δευτεροκλασάτη, μέχρι που της απαγορευόταν να δει τα ίδια της τα παιδιά να αγωνίζονται στους ειρηνικούς αθλητικούς αγώνες για τον κότινο της νίκης.  Γι΄ αυτούς τους λόγους πιστεύω ακράδαντα πως τη Φωτιά οι γυναίκες την τιθάσευσαν!

       Καλή ανάγνωση!


ËËË


           

            Η Γκαρούκ κοιμόταν του καλού καιρού μέσα στη σπηλιά όπου είχε καταφύγει μαζί με όλη την ομάδα της, όταν ξύπνησε απότομα από έναν τρομερό βρυχηθμό. Αγκάλιασε το μωρό της που κοιμόταν δίπλα της και τινάχτηκε όρθια. “Η Αρκούδα”, φώναξε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της. Δεν χρειαζόταν όμως: όλοι οι σύντροφοί της ήταν και αυτοί κιόλας όρθιοι, οι γυναίκες μαζεμένες στο βάθος της σπηλιάς με τα μωρά στην αγκαλιά, οι αρσενικοί κρατώντας ο καθένας το χοντρό και μακρύ μυτερό κλαδί που είχαν για τέτοιες περιπτώσεις. Παρατάχτηκαν ημικυκλικά στο στόμιο της σπηλιάς κρατώντας και με τα δυο τους χέρια τα κλαδιά τους ανάμεσα στα πόδια τους, έτσι ώστε το πίσω τους μέρος να ακουμπάει σταθερά στο δάπεδο της σπηλιάς και η μυτερή τους αιχμή να φτιάχνει ένα αδιαπέραστο τείχος ενάμισι μέτρο πιο μπροστά τους και μισό μέτρο πιο ψηλά από τα μάτια τους. Οπουδήποτε κι αν αποφάσιζε να επιτεθεί η αρκούδα, θα έπεφτε πάνω στις μύτες τριών τουλάχιστον κλαδιών. Συγχρόνως, όλοι μαζί, με όλη τη δύναμη της φωνής τους, της φώναζαν: “Φύγε από δω, Αρκούδα! Δρόμο! Εμείς ήρθαμε πρώτοι!” Η αρκούδα στάθηκε όρθια, πάνω από 700 κιλά από μύες, θηρίο πάνω από τρία μέτρα ύψος, ταλαντεύτηκε λίγο στα πόδια της, κοίταξε σκεπτική τις αιχμές που την εμπόδιζαν να προχωρήσει, το ξανασκέφτηκε, και βγάζοντας ένα τρομερό μουγκρητό, κάτι σαν “θα ξανάρθω”, γύρισε την πλάτη της και χάθηκε μέσα στο μούχρωμα του πρωινού που ακόμα δεν είχε έρθει.  Δεν είχε κι αυτή, πρωί-πρωί, όρεξη για καυγά, ειδεμή θα τους έδειχνε ποιος είναι το αφεντικό.
                 “Πάει ο πρωινός ύπνος και σήμερα”, είπε η Γκαρούκ. Άντε να ξανακοιμηθείς μετά από μια τέτοια λαχτάρα. Αυτή η Αρκούδα άρχισε να γίνεται σοβαρό πρόβλημα, σκέφτηκε. Ευτυχώς που έχει την ευγένεια να μας προειδοποιεί πριν επιτεθεί. Βέβαια, μπορεί να είχε τα δίκια της, ήθελε να πέσει σε χειμέριο ύπνο στη σπηλιά της, όπως πρέπει να έκανε τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια, μα η ομάδα της Γκαρούκ είχε έρθει από πολύ μακριά, όλο το καλοκαίρι περπατούσαν, και είχαν αποφασίσει να καταλύσουν σε αυτή τη σπηλιά για να περάσουν τον Χειμώνα που ερχόταν ολοταχώς, και μάλιστα, από τις πρώτες ενδείξεις, βαρύς. Οπότε, σκέφτηκε η Γκαρούκ, η κυρία Αρκούδα έπρεπε να ψάξει για άλλο ξενοδοχείο! Απορούσε με την επιμονή της: Ήταν η τέταρτη νύχτα που τους ενοχλούσε, ντιπ μυαλό δεν είχε πια; Πού πας κυρά μου; Κι εμείς πού θα μείνουμε; Με τέτοια γούνα και να ζητάς τη σπηλιά “μας”; Κι εμείς, θεόγυμνοι, πώς θα τη βγάλουμε;
                 Σε λίγο ο Ήλιος πρόβαλε στην άκρη του ορίζοντα, πέρα απ' τη λίμνη, και φώτισε τη σπηλιά μέχρι το βάθος της. Ήταν τυχεροί, η σπηλιά κοιτούσε κατευθείαν ανατολικά. Ήταν επίσης τυχεροί που η σπηλιά ήταν κοντά στη Λίμνη, Ψάρια και Όστρακα και Νεροχελώνες ήταν κοντά τους. Μόνο τα Κουνούπια ήταν πρόβλημα, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα! Όλοι έπεσαν αμέσως στα γόνατα: “Ήλιε και Θεέ μας, φώτισέ μας και ζέστανέ μας και σήμερα”, φώναζαν όλοι, και οι φωνές, ενισχυμένες λες από το κοίλωμα της σπηλιάς, βγήκαν από το στόμιό της και ταξίδεψαν, κυλώντας πάνω στην αρυτίδωτη επιφάνεια της λίμνης, κατευθείαν ανατολικά. Ο Ήλιος δέχτηκε την παράκλησή τους, γιατί σε λίγο όλη η περιοχή, όσο έφτανε το μάτι, φωτίστηκε λαμπρά και οι  θερμές ακτίνες του άρχισαν να ζεσταίνουν τα παγωμένα κορμιά των ανθρώπων. ¨Πάει, τελείωσε” είπε η Γκαρούκ. “Ήρθε πια ο καιρός να πάω να βρω τη Φωτιά! Πώς θα περάσει χωρίς τη Φωτιά κι άλλος ένας Χειμώνας;”
                 Άλλο να το λες και άλλο να το κάνεις! Έτσι άγρια που ήταν η Φωτιά, δεν φαινόταν να παίρνει από λόγια και παρακάλια. Τόσα καλά μπορούσε να τους δώσει, αλλά εκείνη εγωίστρια, σαν όλες τις Θεές. Είμαστε κακίστρες, εμείς οι γυναίκες, μόνο για τη σπηλιά μας, τα παιδιά μας και τους αρσενικούς μας νοιαζόμαστε, σκέφτηκε η Γκαρούκ. Και να 'ταν μόνο η Φωτιά; Τα ίδια και η Σελήνη, τόσα παρακάλια να μένει στο στερέωμα ολοχρονίς, τόσες δεήσεις, και τίποτα! Εκείνη τα νάζια της, κάθε νύχτα και να λιγοστεύει το φώς της, μέχρι και να χάνεται εντελώς! Ευτυχώς που τότε, με όλους τους Ανθρώπους φοβισμένους να κλαίνε και να την παρακαλούν να ξαναφανεί τους λυπόταν, και από την επόμενη νύχτα άρχιζε πάλι να μεγαλώνει. Φαντάζεσαι να θύμωνε και να μην ξαναφαινόταν; Πώς θα περπατούσαν τη νύχτα; Η Γκαρούκ ανατρίχιασε στη σκέψη. Ενώ ο Ήλιος κάθε μέρα φαινόταν κανονικά, ούτε γιορτές ούτε αργίες ήξερε αυτός, δουλευταράς από τους πρώτους! Εχτός από τις μέρες με βαριά συννεφιά, αλλά τότε έπεφτε η Βροχή, που γεννούσε τα Χόρτα και τα Σαλιγκάρια. Αλλά εκείνη η Φωτιά! Ούτε ήξερες πότε θα σου έκανε την τιμή να φανεί, αλλά και όταν φαινόταν ξυπνούσε μέσα σ' όλα τα ζώα έναν τρομερό πανικό, λες και δεν ήθελε λατρείες και θυσίες και καλοπιάσματα. Τα Πουλιά ήταν εύκολο να το σκάσουν, και έτσι και έκαναν, όλο κραυγές και κλάματα, γιατί έπρεπε να αφήσουν τις φωλιές τους, τα καλοκαίρια γεμάτες με τα παιδιά τους, αλλά τί να έκαναν; Να μείνουν και να γίνουν κι αυτά στάχτη; Όλα τα άλλα ζώα άρχιζαν να τρέχουν σαν τρελά για να γλυτώσουν από τον τρομερό θάνατο που ήταν έτοιμη να τους δώσει. Τα χορτοφάγα έφευγαν με όλη τη δύναμη των ποδιών τους, και τα σαρκοφάγα από πίσω τους, χωρίς όμως καμιά όρεξη για κυνήγι, αυτή η Φωτιά τα γέμιζε όλα με πανικό. Το ίδιο και τους Ανθρώπους! Έφευγαν και οι ίδιοι, με τα πόδια στην πλάτη, και αλίμονο αν η Φωτιά τους έφτανε! Και πάλι καλά, εκείνες οι κακόμοιρες οι Χελώνες δεν είχαν καμιά τύχη! Αυτές και αρκετά από τα άλλα ζώα, άτυχα τα καημένα, δεν γλύτωναν, και ευτυχώς, εδώ που τα λέμε, σκέφτηκε η Γκαρούκ, γιατί αν δεν καίγονταν τελείως, μπορούσαν να γίνουν πρώτης τάξεως μεζές για τους Ανθρώπους. Φτάνει οι Άνθρωποι να γύριζαν στα καμένα πριν από τα άλλα αρπακτικά. Πώς να το κάνεις με τις πατούσες ολόγυμνες; Ούτε οπλές, ούτε φτερά να φτάσουν εκεί πετώντας! Η Γκαρούκ είχε φροντίσει και γι' αυτό: Είχε πει στους ανθρώπους της ομάδας της να πάρουν κομμάτια προβιάς από τα ζώα που σκότωναν στο κυνήγι τους, να κάνουν τρύπες μ΄ ένα μυτερό καλάμι ή κόκκαλο και να πάρουν χόρτινο σκοινί για να τα ράψουν έτσι ώστε να γινόταν μια θήκη για να μπει μέσα το πόδι τους. Μετά, ενώ ακόμα τα αποκαΐδια στο έδαφος εμπόδιζαν τα αρπακτικά να πλησιάσουν, οι άνθρωποι, βρέχοντας τα παπουτσωμένα πόδια τους, μπορούσαν να φτάσουν πρώτοι στα ψημένα πτώματα των ζώων. Τι πανηγύρι γινόταν τότε δε λέγεται. Σκαντζόχοιροι, Χελώνες, Φίδια, Τυφλοπόντικες (μ' όλο που 'ταν κρυμμένοι μέσα στις τρύπες τους), μεγάλοι Αρουραίοι, ακόμα και φτεροπόδαρα Ελάφια ή Ζαρκάδια που είχαν αποκλειστεί από τη Φωτιά σε κάποιο ξέφωτο και είχαν πεθάνει από τον καφτό καπνό και, πεσμένα, είχαν σιγοψηθεί, γίνονταν αιτία για γιορτή της ομάδας. Τα κουβαλούσαν στη σπηλιά, τα έβαζαν ψηλά πάνω σε καλάμια, να προστατεύονται από τις επιδρομές των Σκυλιών, και έτρωγαν από αυτά επί πολλούς Ήλιους. Θες από τον καπνό, θες από το ψήσιμο, δεν χαλούσε γρήγορα το κρέας τους για να γεμίσει Σκουλήκια, όπως έκανε το ωμό κρέας του κυνηγιού τους.
                 Η Γκαρούκ έπιασε δουλειά, είχε πάλι ξεχαστεί με τις σκέψεις της. Όλη η ομάδα της περίμενε το λόγο της για να ξεκινήσουν τα έργα τους. Όλοι την σέβονταν όταν έπεφτε σε περισυλλογή, οι φωνές σβήνονταν, απομακρύνονταν και έκαναν κύκλο γύρω της περιμένοντας να ξαναγυρίσει η προσοχή της σε αυτούς. Όλοι σέβονταν αυτά που έβλεπε μέσα της, γιατί πόσες φορές δεν είχε βοηθήσει να καλυτερέψει η ζωή τους; Πάρε το ψάρεμα, για παράδειγμα: Πριν καναδυό σεζόν τους είχε βάλει όλους μέσα στη λίμνη, από τη μια άκρη ενός πολύ μικρού κόλπου μέχρι την άλλη. Μπήκαν αθόρυβα, χωρίς φωνές και πλατσουρίσματα, για να μην τρομάξουν τα Ψάρια και φύγουν στα βαθιά, ο ένας κολλητά στο πλευρό του άλλου, σύμφωνα με τις οδηγίες της, το ένα μπράτσο στον ώμο του διπλανού τους και στ' άλλο ένα μακρύ καλοξυσμένο καλάμι. “Τα πόδια σας κολλητά το ένα στο άλλο και στα πόδια του διπλανού σας, το νου σας”, τους είχε ορμηνέψει. Θα προχωράτε σέρνοντας τα πόδια σας σιγά-σιγά προς τα έξω ώστε τα περισσότερα Ψάρια να μην μπορούν να φύγουν. Όσο εσείς θα προχωράτε, τόσο αυτά θα πισωγυρίζουν, μέχρι που θα ξενερίσουν στα ρηχά. Όταν θα τα έχετε μπροστά στα πόδια σας, όλα μαζεμένα σε τριάντα πόντους νερό, τότε θα χτυπήσετε με το καλάμι σας, και τότε το κάθε καλάμι σίγουρα θα τρυπήσει κάποιο Ψάρι, μπορεί και δύο! Έτσι κι είχε γίνει!
                 Τώρα όμως είχαν άλλες δουλειές να κάνουν. Οι αρσενικοί έπρεπε να φύγουν για κυνήγι, τα θηλυκά έπρεπε να κυνηγήσουν τα Ποντίκια που γρήγορα είχαν γεμίσει τη σπηλιά τους και υπήρχε κίνδυνος, όπως τόσες άλλες φορές, να φάνε τα αφτιά, τις μύτες ή και τα χείλια των μωρών τους. Έπρεπε να τα κλείσουν μέσα στις τρύπες τους με βρεμένο πηλό και κομμάτια από καμένο ξύλο. Είχαν προσέξει πως τα κλεισμένα Ποντίκια τον σκέτο πηλό τον τρύπαγαν εύκολα, με νύχια και με δόντια, αλλά αν έβαζαν και καρβουνιασμένο ξύλο που το μάζευαν και αυτό από τα καμένα Δάση, δεν μπορούσαν να τον μασήσουν και έμεναν κλεισμένα. Μετά έπρεπε να κυνηγήσουν τα υπόλοιπα έξω, μακριά από τη σπηλιά τους, προσπαθώντας με πέτρες να σκοτώσουν όσα περισσότερα, ώστε να λιγοστέψει η φάρα τους, και να εξασφαλίσουν λίγο φαΐ τους Ήλιους που δεν είχαν τύχη στο κυνήγι. Βέβαια, δεν χόρταινες με αυτά, μια σταλιά ζωάκι και γεμάτο κόκκαλα, αλλά, στην ανάγκη, ήταν καλύτερο από το τίποτα!
                 Οι καλοκαιρινές δουλειές ήταν τελειωμένες: το πλέξιμο πανεριών από Λυγαριά για να κουβαλάνε σε αυτά καρπούς από τα Δέντρα και τα Αμπέλια, και να μεταφέρουν με αυτά Σαλιγκάρια και Όστρακα από τη Λίμνη, τα δέρματα των ζώων καθαρά και μοιρασμένα σε όλους, ώστε να μη μείνει κανένας τους γυμνός, τα σύκα, πεσμένα και ξεραμένα από τον Ήλιο κάτω από τα Δέντρα, κι αυτά μαζεμένα σε σωρό σε μιαν άκρη της σπηλιάς, ο Χειμώνας μπορούσε να 'ρθεί. Μόνο η Φωτιά έλειπε, αλλά πως να την αψηφήσεις και να την πλησιάσεις;
                 Η Γκαρούκ ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. Τα είχε όλα υπολογισμένα, τα είχε όλα δει. Τη Ζέστη που έβγαζε η Φωτιά, το Φως της τη νύχτα, το Κάπνισμα και το Ψήσιμο των ζώων με αποτέλεσμα το κρέας να είναι νόστιμο, μαλακό στο μάσημα, να μη χαλάει εύκολα και να μη βαραίνει την κοιλιά, την Τρομάρα και τον Πανικό όλων των ζώων, ακόμα και της ίδιας, που γεννιόταν όποτε έπεφτε από τον Ουρανό στο Δάσος και αυτό καιγόταν, το πώς τα έντομα προσελκύονταν τη νύχτα από το φως της και καίγονταν, όλα. Φαντάσου να μπορούσε να την καλοπιάσει, και η Φωτιά να της επιτρέψει να την πλησιάσει και να δεχτεί να μείνει μαζί τους στη σπηλιά. Φαντάσου! Να την έχει Βασίλισσα στην είσοδο της σπηλιάς, να τους ζεσταίνει, να τους φωτίζει, να μπορούν τα βράδια να κάθονται γύρω της και να συζητούν ή να καταγίνονται με διάφορες εργασίες, αντί να πηγαίνουν άρον-άρον για ύπνο, αφού δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους, να σιγοψήνουν τα θηράματά τους, να τους προστατεύει από τα έντομα, να την ταΐζουν με μπόλικα ξύλα πριν πέσουν για ύπνο και κόπιασε μετά κυρά Αρκούδα αν σου βαστάει. Ακόμα και τη Γάτα είχε προσέξει, τη μεγάλη κυνηγό των Ποντικών, των μεγάλων εχθρών, μαζί με το Φίδι, των μωρών του Ανθρώπου, πώς πρώτη αυτή απ' όλα τα αρπακτικά πλησίαζε τα καμένα όταν περνούσε ο κίνδυνος, ξάπλωνε πάνω σε κάποια πέτρα που είχε αφήσει ζεστή πίσω της η Φωτιά και χουρχούριζε χορτάτη και ευχαριστημένη. Η Γκαρούκ ήταν σχεδόν βέβαιη πως μαζί με τη Φωτιά θα ερχόταν και η Γάτα. Ας καθάριζε όλα τα Ποντίκια και μετά, αν δεν είχε τι να φάει, θα μοιραζόταν η Γκαρούκ το φαγητό της μαζί της. Αν δεν καταδεχόταν, έννοια της, θα την παγίδευε σε καλάθινο κλουβί, θα την άφηνε νηστική μέχρι να κοντέψει να πεθάνει, και μετά θα της έδινε τροφή. Αν αυτό το κόλπο δεν έπιανε, θα παγίδευε κάποιαν ετοιμόγεννη, θα την έφερνε με το κλουβί στη σπηλιά, όχι μακριά απ' τη Φωτιά, θα της έδινε ένα κομμάτι από γούνα ζεστή και μαλακή να φτιάξει το γεννοβόλι της, θα μεγάλωνε τα μικρά της και μετά ας πήγαινε όπου ήθελε. Στην ανάγκη θα έδενε κάποια μικρά από το λαιμό μέσα στη σπηλιά, και να δούμε αν η Γάτα θα τα εγκατέλειπε στην τύχη τους. Στο μεταξύ θα είχε συνηθίσει το κυνήγι μέσα στη σπηλιά και θα της καλάρεσε η παρέα της με τη Φωτιά, αν όχι της ίδιας, σίγουρα στα μικρά της.
                 Όμως ο Χειμώνας έμπαινε, και κάτι έπρεπε να γίνει με τη Φωτιά. Η Γκαρούκ δε θυμόταν πόσους Ήλιους το μελετούσε το πρόβλημα, πόσες φορές είχε πάρει απόφαση πως, την επόμενη φορά που θα έπεφτε η Φωτιά από τον Ουρανό θα σταματούσε να τρέχει, αυτή μόνη απ' όλα τα ζώα, και θα γύριζε πίσω να μιλήσει στην πύρινη Θεά. Ποιό το όφελος; Κάθε φορά, την κρίσιμη στιγμή, μπροστά στις φλόγες, τη στιγμή ακριβώς που θα έπρεπε να φανεί γενναία, ένας άγριος φόβος την γάντζωνε στα νύχια του και άρχιζε την πανικόβλητη φυγή. Στην πλάτη της οι φλόγες την κυνηγούσαν, τρίζοντας και σφυρίζοντας σαν τρομερό θεριό. Όλα τα ζώα έτρεχαν να γλυτώσουν, μαζί τους και η ίδια, και όλες οι μεγάλες και ηρωικές αποφάσεις της πήγαιναν στο βρόντο. Προσπάθησε να ξαναδεί το σχέδιό της: Ήταν σίγουρο πως η Θεά δεν θα της έδινε σημασία, ποιά ήταν άλλωστε η Γκαρούκ; Ούτε ενάμισι μέτρο ύψος, κιόλας γερασμένη στα εικοσιοχτώ της δύσκολα χρόνια (η μάνα της είχε μετρήσει τα καλοκαίρια της), τα πόδια κουρασμένα και πληγιασμένα (ευτυχώς που είχε σκεφτεί το κόλπο με τις γούνινες θήκες των ποδιών). Γιατί να της φερθεί φιλικά; Όσα καλοπιάσματα κι αν της έκανε, τί την εμπόδιζε να την αρπάξει στη θανάσιμα καφτερή αγκαλιά της και να την κάνει στάχτη; Ακόμα άκουγε στ' αφτιά της τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που δεν ήταν αρκετά γρήγοροι για να ξεφύγουν από την φλογισμένη ανάσα της, ουρλιαχτά να σου παγώνουν το αίμα!
                 Αλλά, ας πούμε πως θα της έκανε τη χάρη να την ακούσει, πως δεν θα την έκανε μια μπουκιά στο πύρινο στόμα της. Τί περίμενε; Να την ακολουθήσει κι από πάνω στη σπηλιά της; Μπορεί να ήταν και η Γκαρούκ Βασίλισσα, Μεγάλη Αρχηγός μέσα στην ομάδα της, αλλά εδώ είχε να κάνει με μια Θεά! Και τί Θεά, Θεά που μοίραζε Ζωή και Θάνατο κατά τα γούστα της! Μόλις την περασμένη φορά δεν ήταν που ο Μέλε είχε κλειστεί σε ένα μέρος του Δάσους, ολοτρόγυρα φλόγες πιο ψηλές κι από τα Δέντρα και, εκεί που τον νόμιζαν όλοι χαμένο, εκείνη έκανε στροφή και έφυγε προς άλλο μέρος του Δάσους αφήνοντάς τον μόνο με τα μαλλιά λίγο καψαλισμένα; Θα ήταν, χωρίς άλλο, μεγάλη έλλειψη σεβασμού και μεγάλη προσβολή να της ζητήσει να την ακολουθήσει στη σπηλιά της, το σχέδιό της έπρεπε ν' αλλάξει! Έπρεπε η ίδια να την κουβαλήσει εκεί, τιμητικά, όπως της άξιζε! Και μόνο που το σκέφτηκε, η Γκαρούκ άρχισε να τρέμει από το φόβο της! Πώς να την πιάσει χωρίς να καεί; Πώς να τη δει κατάματα στο πύρινο μάτι της και να μην τυφλωθεί; Χιλιάδες, εκατομμύρια ζώα δε θα το τολμούσαν ποτέ, πώς θα το αποφάσιζε η ίδια; Μήπως ήταν τρελή που τολμούσε να σκεφτεί τέτοιες κουταμάρες; Και τί, λοιπόν, με όλα τα δώρα που θα έφερνε στη σπηλιά της και στους άλλους ανθρώπους; Και ο Ήλιος ήταν γεμάτος δώρα, μα δεν είχε ποτέ τολμήσει κανείς να τον προσκαλέσει για επίσκεψη! Τί της κόλλησε με αυτή τη Φωτιά και είχε χάσει τα λογικά της;
                 Μήπως θα έπρεπε, αντί για ξύλα αναμμένα να κουβαλήσει στη σπηλιά τους κάρβουνα ακόμα αναμμένα; Αυτά δεν κρατάνε πολύ, η Φωτιά τα αφήνει γρήγορα, μένουν μαύρα και κρύα, οπότε έπρεπε να είναι μια πυρκαγιά κοντινή, να προλάβει να τα φέρει στη σπηλιά τους πριν σβήσουν. Όμως, το μεγάλο πρόβλημα παρέμενε: Πώς θα τα πιάσει για να τα μεταφέρει; Να βρει ένα ξύλο πλατύ και βαθουλωτό; Δεν θα έπαιρνε φωτιά μέχρι να φτάσουν τα κάρβουνα στον προορισμό τους; Να το έβρεχε πριν βάλει επάνω του τα αναμμένα κάρβουνα; Δεν θα έσβηναν αυτά ακουμπώντας στο νερό, που ήταν ο μεγάλος εχθρός της Φωτιάς; Βρε μπελάς που την είχε βρει!
                 Καθώς σκεφτόταν πώς θα λύσει το πρόβλημα έπεσε η ματιά της έξω από τη σπηλιά όπου το πρωί είχαν φτιάξει οι γυναίκες τη λάσπη από πηλό για να κλείσουν τις ποντικότρυπες. Πλησίασε στα απομεινάρια της δουλειάς τους. Ο πηλός είχε περίπου κυκλικό σχήμα, είχε στεγνώσει στον ήλιο και είχε και ένα βαθούλωμα στη μέση, έτσι που οι γυναίκες είχαν πάρει τη λάσπη με τα χέρια για να “χτίσουν” τις φωλιές. Την κλότσησε ελαφρά με το πόδι κι όλη η “πίτα” κουνήθηκε λίγο, από κάτω υπήρχε χορτάρι και δεν είχε κολλήσει στο έδαφος. Έσκυψε και την πήρε στα χέρια. Κρατούσε ένα πήλινο ταψάκι, πιο παχύ γύρω-γύρω και πιο βαθύ στη μέση, το τέλειο εργαλείο για να μεταφέρει αναμμένα κάρβουνα!
                 Το μυαλό της Γκαρούκ γύριζε με χίλιες στροφές! Είχε λύσει το πρόβλημα της μεταφοράς της Φωτιάς, αλλά αυτό ήταν το μικρό πρόβλημα! Το μεγάλο πρόβλημα ήταν το πώς να πείσει την τρομερή Θεά να την λυπηθεί και να δεχτεί να γίνει προστάτης της σπηλιάς των ανθρώπων, και εδώ η Γκαρούκ έπρεπε να βρει τρόπο να ξεπεράσει όλους τους φόβους τους ριζωμένους μέσα της από τότε που είχε γεννηθεί, αυτή η ίδια, η μάνα της, η γιαγιά της, η προ-γιαγιά της, όλη η μεγάλη σειρά των προγόνων της. Και αφού έβρισκε τη δύναμη να μείνει κοντά στη Φωτιά, έπρεπε αυτή, μια μεγάλη αρχηγός των ανθρώπων, να πέσει στα γόνατα, να βρει τα λόγια να την παρακαλέσει, να την πείσει, να την καλοπιάσει, να την εξευμενίσει, να γίνει η Θεά φίλη της, να της ζητήσει ταπεινά να την προστατέψει, την Γκαρούκ και την ομάδα της, ενάντια στην Αρκούδα και τα άλλα αρπακτικά, ενάντια στο κρύο, το σκοτάδι, ποιός ξέρει και σε τί άλλο! Θα της υποσχόταν πως οι άνθρωποι θα ήταν για πάντα υπηρέτες της, θα την τάιζαν και θα την φρόντιζαν ώστε να μην σβήνει ποτέ, να μην πεθαίνει ποτέ, να μη χρειάζεται ολόκληρο Κεραυνό για να κατεβαίνει από τον Ουρανό στα Δάση για να ζει μια σύντομη και βίαιη ζωή, πως θα της έκαναν ακόμα και θυσίες ζώων, αν αυτό την ευχαριστούσε, ώστε να χαριστεί στους ανθρώπους και να είναι απέναντί τους μεγαλόθυμη και συγχωρητική, να μην τους καταπίνει με το πύρινο στόμα της, θα μπορούσαν να τη βάλουν ακόμα και μέσα στη σπηλιά τους για να μη φοβάται το μεγάλο θανάσιμο εχθρό της, τη Βροχή. Η Γκαρούκ πίστευε πως είχε αρκετά επιχειρήματα, δεν θα ζητούσε μόνο, είχε και κάτι να προσφέρει σε αντάλλαγμα στη μεγάλη Θεά. Δεν θα την εκλιπαρούσε μόνο, είχε και μια ολόκληρη συμφωνία να της προτείνει! Έπρεπε μόνο να βρει τη δύναμη να μείνει για να προσπαθήσει!
                 Είχε έρθει η ώρα να ενημερώσει τους Ανθρώπους της ομάδας της. Τους μάζεψε και τους μίλησε. Προσπάθησε δηλαδή να τους μιλήσει, γιατί όταν επιχείρησε να τους εξηγήσει το σχέδιό της, ιδιαίτερα το σημείο της συνάντησής της με τη Φωτιά, μεγάλη φωνή βγήκε από το στόμα τους που γέμισε όλη τη σπηλιά, τα τοιχώματα αντιλαλούσαν για ώρα πολλή, θρήνοι, κραυγές απόγνωσης για την τύχη τους όταν η σοφή αρχηγός τους θα γινόταν ένα ακόμα από τα πολλά θύματα της Φωτιάς, ουρλιαχτά τρόμου από τους μεγάλους και, αφού έκλαιγαν όλοι οι μεγάλοι, τα παιδιά γιατί να μείνουν πίσω; Άρχισαν λοιπόν και αυτά τις τσιρίδες και η Γκαρούκ μετάνιωσε που είχε θελήσει να τους ενημερώσει. Ο Τσόρα, μέσα στα κλάματα όλων, τόλμησε να ρωτήσει: “Καλά, γιατί πρέπει να συναντήσεις ζωντανή την πύρινη Θεά; Γιατί δεν ανάβεις ένα σπίρτο;” “Δε σε περίμενα τόσο βλάκα”, απάντησε η Γκαρούκ. “Τα σπίρτα δεν θα ανακαλυφθούν παρά μετά από οχτακόσιες ενενήντα οχτώ χιλιάδες 750 χρόνια! Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς ΤΩΡΑ!” απάντησε επίτηδες θυμωμένη, ώστε να σταματήσει όποιες άλλες αντιρρήσεις θα είχαν οι σύντροφοί της.
                 Πάει, τελείωσε, η Γκαρούκ κατάλαβε πως αν ήθελε να κάνει κάτι, αυτό θα έπρεπε να το καταφέρει μόνη της. Οι άλλοι Άνθρωποι ήταν πάρα πολύ τρομαγμένοι από τη Φωτιά για να της συμπαρασταθούν. Αν εκείνη ήθελε να φάει το κεφάλι της, ας το έκανε μόνη της, οι άλλοι δεν της έφταιγαν τίποτα. Κάθησε λοιπόν και έφτιαξε ένα κάπως στρογγυλό ταψάκι από πηλό, πιο στέρεο από το άλλο που φτιάχτηκε τυχαία και είχε ατέλειες, πιο παχύ γύρω-γύρω και με μεγαλύτερο κοίλωμα στη μέση, ώστε να μπορεί να βάλει περισσότερα αναμμένα κάρβουνα, και το έβγαλε στον ήλιο να στεγνώσει. Μετά από δυο τρεις Ήλιους χωρίς βροχή, το ταψί ήταν έτοιμο και το έφερε μέσα στη σπηλιά. Μάζεψε και ένα μεγάλο σωρό με ξερά ξύλα, ένα μικρότερο με ξερά χόρτα για να ταΐσει τη Φωτιά στην αρχή, που τα κάρβουνα θα είχαν λίγη φλόγα μέσα τους, και πίστεψε πως είχε κάνει ό,τι έπρεπε για το σκοπό της. Τώρα έπρεπε να περιμένει μια όχι και πολύ απόμακρη πυρκαγιά. Το σχέδιό της ήταν να πλησιάσει τη Φωτιά από πίσω, από τη μεριά που φυσούσε ο Άνεμος, και να συναντηθεί μαζί της όταν ο θυμός της είχε καταλαγιάσει λίγο, όταν τα πρώτα κάρβουνα θα μπορούσε να τα πλησιάσει πατώντας με τις βρεγμένες γούνινες θήκες στα πόδια της χωρίς να πρέπει να διασχίσει πολύ καμμένο Δάσος.
                 Ο Ήλιος φαινόταν και κρυβόταν, ο καιρός περνούσε, ο χειμώνας αγρίευε, αλλά η Φωτιά δεν κατέβαινε από τον Ουρανό. Και όμως, ο χειμώνας ήταν ο καιρός με τους περισσότερους Κεραυνούς, οπότε, λογικά, δεν θα είχε να περιμένει πολύ ακόμα. Ήταν όμως έτοιμη και ψυχολογικά; Αυτό θα φαινόταν στην πράξη. Η Γκαρούκ σκεφτόταν ξανά και ξανά τη Φωτιά, τα καλά που θα είχε και για τις δύο μεριές μια ενδεχόμενη συνεργασία τους, και όλο και πιο πολύ πειθόταν πως αν δεν το κατάφερνε αυτή, κάποιος άλλος από τους Ανθρώπους θα το κατάφερνε, αργά ή γρήγορα, δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει η προσπάθεια να καλυτερέψουν οι όροι της διαβίωσής τους, και η Φωτιά, δε μπορεί, κάποτε θα έβλεπε και το δικό της συμφέρον και θα δεχόταν τη συνεργασία! Οπότε έμπαινε και θέμα προσωπικών φιλοδοξιών, τί ήθελε; Να αφήσει σε άλλον την τιμή, ιδιαίτερα τώρα που ήταν η ίδια η Γκαρούκ που είχε την αρχική ιδέα; Οι τιμές και η αγάπη του λαού της ήταν στήριγμά της για πολλά χρόνια αλλά, αν κατάφερνε να φέρει τη Φωτιά μέσα στη σπηλιά τους, οι Άνθρωποι θα τη θυμόντουσαν για πάντα! Για πάντα!
                 Όταν επιτέλους ήρθε ο Κεραυνός με τη Φωτιά, η Γκαρούκ ήταν πιο αποφασισμένη από ποτέ! Πήρε το πήλινο ταψί της και με γρήγορα, αποφασιστικά βήματα, πλησίασε το δάσος που καιγόταν. Για καλή της τύχη ο Άνεμος φυσούσε από τη σπηλιά της προς την αντίθετη μεριά, και αυτό ήταν μεγάλο πλεονέκτημα, γιατί τα αναμμένα κάρβουνα θα έφταναν στη σπηλιά αρκετά πιο γρήγορα. Τουλάχιστον αυτή ήταν η ελπίδα της. Πολλές φορές έκανε να το βάλει στα πόδια, αλλά άντεξε! Για πρώτη φορά το μυαλό ενός ζώου νίκησε τα ένστικτα! Έφτασε σε κάποιο κατάλληλο σημείο και έπεσε στα γόνατα, μπορεί η καρδιά της να πήγαινε να σπάσει από το σφυροκόπημά της μέσα στο στήθος της, αλλά η Γκαρούκ με το όνομα, η μεγάλη αρχηγός της ομάδας της, αυτή που είχε πρώτη απ' όλους αποφασίσει να κινδυνέψει τη ζωή της για το κοινό καλό, η πρώτη που έλεγξε τον πανικό της και προχώρησε προς τη Φωτιά, έμεινε, είπε στη Θεά ό,τι είχε ετοιμάσει να πει, όλα τα επιχειρήματά της, η Φωτιά δε θέριεψε όσο εκείνη ήταν πεσμένη με το πρόσωπο στο έδαφος, δεν σφύριξε θυμωμένη, δεν τριζοβόλησε πολύ κοντά στη Γκαρούκ, αντίθετα, πολλά μικρά κάρβουνα αστραποβολούσαν από τη Θεά που είχαν μέσα τους, και  αυτό η Γκαρούκ το θεώρησε πως ήταν σημάδι συναίνεσης, συμφωνίας, και γεμάτη άγρια χαρά, ξεθάρρεψε. Με τη βοήθεια κάποιου μισοκαμμένου κλαδιού έσπρωξε αρκετά κάρβουνα στο ταψί της, στην αρχή τρεμουλιαστά, μετά με μεγαλύτερο θάρρος, και όταν το κοίλωμα στο κέντρο του γέμισε, σηκώθηκε, το έπιασε με άφατο σεβασμό από τις δύο πλευρές του και άρχισε με σταθερά, γρήγορα, αποφασιστικά, υπερήφανα βήματα, να προχωρεί προς τη σπηλιά της. Με το κεφάλι ψηλά, όχι πια σκυφτό, για να μπορεί να βλέπει μακριά στο μέλλον!

                 Το παραμύθι μας εδώ τελειώνει. Και, πραγματικά, είναι ένα απίστευτο παραμύθι, όπως όλα τα μεγάλα δοξασμένα βήματα του πολιτισμού των ανθρώπων προς τα μπροστά και όλα τα άλλα, τα άσκημα, βήματα προς τα πίσω. Από δω και πέρα γνωρίζουμε περισσότερα για όσα έγιναν. Μπορούμε να γράψουμε επιστημονικά, να γράψουμε την Προϊστορία. Ακοίμητες βάρδιες για να μη σβήσει η φωτιά, και όταν έσβηνε προσπάθειες να βρεθεί τρόπος να τη ξανανάβουν χωρίς να πρέπει να περιμένουν την επόμενη καταιγίδα. Το κυνήγι έγινε πιο πλούσιο αφού οι άνθρωποι, σύμμαχοι πια της φωτιάς, την χρησιμοποιούσαν για να παγιδεύουν τα θηράματά τους, και επομένως η επιβίωσή τους πιο εύκολη. Η σπηλιά γέμισε φως, θαλπωρή τις μέρες και τις νύχτες του χειμώνα, με ασφάλεια ενάντια στα αρπακτικά, οι άνθρωποι είχαν πιο ασφαλή, αφού βρασμένη ή ψημένη, τροφή, επομένως και καλύτερη υγεία. Κάποτε πρέπει να χρησιμοποιήθηκε και για καυτηριασμό και απολύμανση των πληγών τους. Δεν ήταν υποχρεωμένοι να κοιμούνται “με τις κότες” και οι βραδιές τους μπορούσαν να περάσουν με συζήτηση των εμπειριών της μέρας που είχε προηγηθεί, με την ανταλλαγή σκέψεων και ιδεών που γεννά η χαλάρωση και η ασφάλεια που προσφέρει η φωτιά, έγινε δηλαδή η αρχή για την προφορική παράδοση. Έγιναν έτσι, για πρώτη φορά στην εξέλιξη του είδους, ομάδα όχι μόνο κυνηγετική παρά και ομάδα πολιτισμού, τους ένωνε πια όχι μόνο η ανάγκη ή ο φόβος αλλά και ο μοιρασμένος ελεύθερος χρόνος, αυτός ο ίδιος ελεύθερος χρόνος που μόνο οι δούλοι δεν έχουν και που κινδυνεύουμε να χάσουμε οι σύγχρονοι άνθρωποι! Και, βέβαια, με συγκάτοικους και τις Γάτες, που όπως θα έλεγε η Γκαρούκ, ήταν όλες Γάτες μέχρι που έπεισε κάποιες να μοιραστούν τη ζωή τους με τους ανθρώπους, οπότε αυτές συνέχισαν να λέγονται Γάτες, ενώ όλες οι άλλες άλλαξαν όνομα και τις λέμε Αγριόγατες! 

ΤΕΛΟΣ
                                                                                                  
                                                                                       Μιχάλης Τζιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου